- άκερδος
- -η, -ο (Μ ἄκερδος, -η, -ον)όποιος δεν μπορεί να κερδίσει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀκερδής.ΠΑΡ. μσν. ἀκερδία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακερδία — ἀκερδία, η (Μ) [ἄκερδος] η ακέρδεια … Dictionary of Greek
ԱՆՇԱՀ — (ի, ից.) NBH 1 0213 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἁκερδός, ἁνωφελής, ἁνόνητος, ἅπορος inutilis, lucro carens Ուր կամ յումմէ չիք ինձ շահ. անօգուտ. անպիտան. անպտուղ. վայրապար. սնոտի. փուճ. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)